Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αἱ κατὰ κεφαλῆς κ

См. также в других словарях:

  • стремглав — Заимств. из цслав., ср. народн. стрёмый, стрёмный, стрёмкий проворный, ловкий, бойкий, расторопный , владим., моск. (Даль), обрывистый, крутой , стремнина, укр. стрiмголов стремглав , стрiмко круто , стрiмкий – то же, русск. цслав. стрьмо… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • κατακέφαλα — (AM κατακέφαλα) επίρρ. στη μέση τού κεφαλιού νεοελλ. μσν. με το κεφάλι προς τα κάτω ή προς τα εμπρός («έπεσε κατακέφαλα»). [ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από την φρ. κατὰ κεφαλῆς] …   Dictionary of Greek

  • κατακεφαλιά — η χτύπημα με το κεφάλι ή στο κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. κατὰ κεφαλῆς + κατάλ. ιά] …   Dictionary of Greek

  • ԳԼԽԻՎԱՅՐ — ( ) NBH 1 0561 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 11c մ. κατὰ κεφαλῆς inverso capite Գլուխն ʼի վայր գլոլվ, եւ ոտքն ʼի վեր. Գլխիվար, գլուխնիվար. ... *Պետրոս խաչեցաւ գլխիվայր: Պետրոս գլխիվայր լինէր կախեալ. Եւս. պտմ.:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • μίτρα — Χρυσοποίκιλτο κάλυμμα της κεφαλής των αρχιερέων, το οποίο φορούν στις λειτουργίες. Με την ίδια ονομασία χαρακτηριζόταν κατά την αρχαιότητα η ζώνη που φορούσαν οι πολεμιστές κάτω από τον θώρακά τους, η ταινία με την οποία οι Ελληνίδες έδεναν τα… …   Dictionary of Greek

  • κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το …   Dictionary of Greek

  • οδοντωτός τροχός — Μηχανισμός κατάλληλος για τη μετάδοση κίνησης από έναν κινητήριο σε έναν κινούμενο άξονα· αποτελείται από τροχούς, στην περιφέρεια των οποίων είναι διαμορφωμένες προεξοχές (δόντια) σε κανονικά διαστήματα και με κατάλληλο σχήμα. Η βάση των δοντιών …   Dictionary of Greek

  • γερανός — I (Ζωολ.). Γένος μακροτάρσων πτηνών της οικογένειας των γερανιδών. Στην Ευρώπη είναι γνωστός ο γ. ο τεφρός με ύψος περίπου 1,50 μ. και άνοιγμα πτερύγων περίπου 2,50 μ. Το σώμα του στηρίζεται σε δύο μακριά και λεπτά πόδια, που καταλήγουν σε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»